Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1943


Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας... τους, να κατευνάσει ο Γερμανός διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.

Στις 12 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί της Δευτέρας, 13 Δεκεμβρίου, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.

Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Οι γυναίκες και τα παιδιά εγκλωβίστηκαν στο σχολείο, το οποίο φυλούσαν πάνοπλοι στρατιώτες. Οι άντρες, από δεκατεσσάρων χρονών και πάνω, οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή «ράχη του Καππή». Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δε θα επέτρεπε σε κανέναν να γλιτώσει.

Ο Γερμανός διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής τιμής του ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Η πόλη όμως είχε ήδη παραδοθεί στις φλόγες.

Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε φορτωμένος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ’ όπου άρπαξαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί πήραν και ό,τι χρήματα βρήκαν στα ταμεία των δημοσίων υπηρεσιών και των υποκαταστημάτων των τραπεζών.

Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους άντρες. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν μόνο δεκατρείς άντρες.  

Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες άρχισαν να ζώνουν το κτίριο του σχολείου.
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Κέδρο (Η Ελληνική Αντίσταση 1940 – 1944, τ. Β’, σ. 130 – 131) οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο σχολείο, με φανερό σκοπό να κάψουν ζωντανές τις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν κλείσει εκεί. Αλλά, καθώς άκουσαν το κροτάλισμα των πολυβόλων, τρελές από αγωνία και τρόμο, οι γυναίκες κατάφεραν να σπάσουν τις πόρτες κι άρχισαν να τρέχουν προς τον τόπο της σφαγής. Μια από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.

Στον τόπο της εκτέλεσης εκτυλίσσονται απερίγραπτες σκηνές. Είναι τόσο μεγάλη η φρίκη, ώστε οι Γερμανοί δεν τολμούν πια να επέμβουν. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί, πλημμυρισμένοι στο αίμα. Το σταματημένο ρολόι της εκκλησίας έδειχνε δύο και τριάντα τέσσερα πρώτα λεπτά μετά το μεσημέρι. Δεκατέσσερις μέρες και δεκατέσσερις νύχτες, μανάδες, σύζυγοι, κόρες σκάβουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους τους έθαψαν εκεί στο λόφο.

Σημείωση: Το κείμενο αυτό γράφτηκε με πληροφορίες από τα βιβλία μου «Μνήμη της πέτρας», εκδόσεις «Κλειδάριθμος», 2003 και «Το απουσιολόγιο του χρόνου», εκδόσεις «Μ. Γκιούρδας», 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Watch live streaming video from kerberostv at livestream.com

ShareThis